ατελλανός

ατελλανός
-ή, -ό
1. αυτός που προέρχεται από την πόλη Ατέλλα της Καμπανίας
2. θεατρ. «ατελλανό δράμα» — η παλαιότερη αυτόχθονη ιταλική φάρσα, τύπος ίσως απλοϊκής αυτοσχέδιας κωμωδίας που απεικόνιζε τυποποιημένους χαρακτήρες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”